Λαυριακά ή Λαυρεωτικά — Ονομασία του πολιτικού ζητήματος που προέκυψε μετά την πρόταση εθνικοποίησης των εκβολάδων και των σκωριών (σκουριές) του αρχαίου μεταλλείου του Λαυρίου. Τα γεγονότα αυτά συντάραξαν το πανελλήνιο και απασχόλησαν την ελληνική βουλή κατά την… … Dictionary of Greek
λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… … Dictionary of Greek
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
λαυριονίτης — Ορυκτό που αποτελεί βασικό χλωριούχο άλας του μολύβδου. Έχει χημικό τύπο Pb(OH)Cl και αποτελείται από μικρούς άσπρους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα. Εμφανίζεται κυρίως στον όρμο Βρυσάκια του Λαυρίου και δημιουργήθηκε με την επίδραση … Dictionary of Greek