σκωριῶν

σκωριῶν
σκωρία
dross of metal
fem gen pl
σκωριάζω
become dross
fut part act masc voc sg
σκωριάζω
become dross
fut part act neut nom/voc/acc sg
σκωριάζω
become dross
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λαυριακά ή Λαυρεωτικά — Ονομασία του πολιτικού ζητήματος που προέκυψε μετά την πρόταση εθνικοποίησης των εκβολάδων και των σκωριών (σκουριές) του αρχαίου μεταλλείου του Λαυρίου. Τα γεγονότα αυτά συντάραξαν το πανελλήνιο και απασχόλησαν την ελληνική βουλή κατά την… …   Dictionary of Greek

  • λαυρίο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • λαύριο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 8.558 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Ν και Α της Αθήνας, στα παράλια. Αποτελεί έδρα του δήμου Λαυρεωτικής της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Η περιοχή του Λ. ήταν μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …   Dictionary of Greek

  • λαυριονίτης — Ορυκτό που αποτελεί βασικό χλωριούχο άλας του μολύβδου. Έχει χημικό τύπο Pb(OH)Cl και αποτελείται από μικρούς άσπρους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα. Εμφανίζεται κυρίως στον όρμο Βρυσάκια του Λαυρίου και δημιουργήθηκε με την επίδραση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”